Αρχαία-Ρωμαϊκή Ιστορία
Η εμφάνιση του ανθρώπου στην Θεσπρωτία ανάγεται στην Παλαιολιθική Περίοδο. Οι πρόσφατες έρευνες στο Ελευθεροχώρι επιβεβαιώνουν την άποψη για αξιόλογη παρουσία του προϊστορικού ανθρώπου στο θεσπρωτικό χώρο κατά τη Μέση (±250.000 - 35.000 Π.Χ.) και Νεώτερη (±35.000 - 9.000 Π.Χ.) Παλαιολιθική Περίοδο. Κατά Νεολιθική Περίοδο (± 9.000-2.800 Π.Χ.) ανθρώπινη εγκατάσταση έχει διαπιστωθεί στις σπηλιές της Ψάκας και της Σίδερης, καθώς και σε διάφορες περιοχές της κοιλάδας του Κωκυτού.
Αρχαιολογικά επιβεβαιωμένη είναι η αραιή μεν αλλά συνεχής παρουσία προελληνικών φύλων την πρώιμη εποχή του Χαλκού (3η π.χ. χιλιετία). Το 2.000 Π.Χ. περίπου τοποθετείται η ειρηνική εγκατάσταση των πρώτων ελληνόφωνων φύλων, των Ελλήνων Θεσπρωτών, στη Θεσπρωτία και εν γένει σε ολόκληρη την Ήπειρο. Κατά τη διάρκεια του 14ου & 13ου π.χ. αι. Μυκηναΐοι άποικοι από τη Δυτική Πελοπόννησο φτάνουν μέχρι τους νοτιότερους όρμους της Θεσπρωτίας, ιδρύοντας οχυρωμένες εγκαταστάσεις: την Εφύρα στις εκβολές του Αχέροντα και την προϊστορική Τορύνη στον όρμο του Λύχνου.
Κατά τη διάρκεια της μετακίνησης των βορειοδυτικών ελληνικών φύλων, περισσότερο γνωστής ως "Κάθοδος των Δωριέων" (1.100 Π.χ.), εγχώρια θεσπρωτικά φύλα μετανάστευσαν προς τη Θεσσαλία και τη νότια Ελλάδα. Την ίδια περίοδο οι Μολοσσοί εγκαθίστανται ανατολικά της Δωδώνης, περιορίζοντας τους Θεσπρωτούς δυτικά της πεδιάδας των Ιωαννίνων. Οι ευλίμενες ακτές της Θεσπρωτίας και η πρόσφορη θέση της ως προς την Ιταλία μετά από τους Μυκηναΐους κίνησαν και το ενδιαφέρον των νοτίων Ελλήνων των ιστορικών χρόνων. Ο αποικισμός των Ηλείων τον 8ο και των Κορινθίων και Κερκυραίων τον 7ο και 6ο Π.Χ. αι., από τον Αμβρακικό μέχρι την Επίδαμνο, επέφερε την επανασύνδεση των σχέσεων της Ηπείρου με τη νότια Ελλάδα.
Στις αρχές του 4ου Π.Χ. αι οι Μολοσσοί προσάρτησαν τη Δωδώνη, την Κασσωπαία και γενικά την ανατολική Θεσπρωτία, περιορίζοντας την εδαφική επικράτεια των Θεσπρωτών, οι οποίοι, αν και επεκτάθηκαν στη Νότια Κεστρίνη, δεν ήταν σε θέση να συναγωνιστούν τους Μολοσσούς και υποχρεώθηκαν να προσχωρήσουν στο Κοινό των Μολοσσών ή στη Συμμαχία των Ηπειρωτών, που συστήνεται το 333/323 Π.Χ. από τους Μολοσσούς και τους Θεσπρωτούς.
Το β' μισό του 4ου αιώνα αποτελεί ένα σημαντικό σταθμό στην ιστορία της Θεσπρωτίας: οι μικρές ατείχιστες κώμες συνοικίζονται, τειχίζονται και συγκροτούν πόλεις με πλήρη οικιστική οργάνωση. Η ανάπτυξη αυτή των αστικών κέντρων, τη δημιουργία των οποίων επέβαλαν λόγοι οικονομικοί, διοικητικοί ή αμυντικοί, θεωρείται μία από τις σημαντικότερες διαδικασίες της Θεσπρωτίας και της Ηπείρου γενικότερα μεταξύ του 4ου π.Χ. αι. και της ρωμαϊκής κατάκτησης.
Την ήττα του Περσέα, του τελευταίου Μακεδόνα βασιλιά, ακολούθησε, βάσει των εντολών της Συγκλήτου (Livius, Πολύβιος), η πυρπόληση και καταστροφή εβδομήντα πόλεων της Ηπείρου από το ρωμαϊκό στρατό. Η Θεσπρωτία ήταν από τις περιοχές που επλήγησαν σκληρά. Την καταστροφή του 167 π.Χ. ολοκλήρωσε το 88/87 π.Χ. μία, εξίσου μεγάλη, από τους Θράκες μισθοφόρους του Μιθριδάτη ΣΤ Ευπάτορος. Οι δύο αυτές καταστροφές εξηγούν τη ζοφερή εικόνα που περιγράφει ο γεωγράφος Στράβων για την ύπαιθρο της Ηπείρου επί Εποχής Αυγούστου.
Ο ρωμαϊκός εποικισμός, που ακολούθησε τη ρωμαϊκή κατάκτηση, ευνόησε την ανάπτυξη των πόλεων ή τουλάχιστον μερικών. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Φωτικής, βόρεια της Παραμυθιάς, της οποίας η ίδρυση ανάγεται στον 1ο π.Χ. αι. Με την ίδρυση της Νικόπολης από τον Αύγουστο -σε ανάμνηση της νίκης του στο Άκτιο κατά των ενωμένων δυνάμεων του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας το 31 π.Χ.- ενισχύθηκε η εικόνα της ερήμωσης της υπαίθρου, καθώς μεταφέρθηκαν και από το θεσπρωτικό χώρο πληθυσμοί για το συνοικισμό της νέας πόλης. Στη Νικόπολη παρέμεινε ένα χειμώνα ο Απόστολος των Εθνών Παύλος. Από τον 1ο μ.Χ. αι. υπήρχε χριστιανική κοινότητα στη Νικόπολη, από όπου φαίνεται ότι διαδόθηκε ο Χριστιανισμός σε όλη τη ΒΔ Ελλάδα.
Η ρωμαϊκή παρουσία ήταν αισθητή κυρίως στα παράλια. Η "Ρωμαϊκή ειρήνη" έγινε αισθητή στη Θεσπρωτία από τον 1ο μ.Χ. αι. μέχρι την περίοδο της μεγάλης κρίσης των μέσων του 3ου. Η έπαυλη του Λαδοχωρίου, με τις ανάγλυφες μαρμάρινες ρωμαϊκές σαρκοφάγους, και τα ιδιαίτερα σημαντικά ευρήματα του 3ου μ.Χ. αι. από το νεκροταφείο στο οικόπεδο του Μουσείου ήρθαν να αποδείξουν ότι ο κόλπος της Ηγουμενίτσας, ο "έρημος λιμήν" του Θουκυδίδη, έπαιξε έναν Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο κατά την περίοδο της ύστερης αρχαιότητας. Ο εκτεταμένος οικισμός των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων που αποκαλύπτεται στην περιοχή του Λαδοχωρίου, επέζησε και κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο και αποτελεί το μακρινό πρόγονο της σημερινής πρωτεύουσας του Νομού. Σε αντίθεση με τη σχετικά πλούσια φιλολογική παράδοση στην αρχαιότητα, οι ιστορικές μαρτυρίες για τη Θεσπρωτία κατά τους βυζαντινούς χρόνους είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο (4ος-6ος μ.Χ. αι.) δίπλα στους γνωστούς από την προηγούμενη περίοδο οικισμούς -Φωτική, οικισμός Λαδοχωρίου- αναφέρεται και η (Παλαιά) Εύροια. Ο οικοδομηθείς από τον επίσκοπό της Δονάτο, με χορηγία του Μ. Θεοδοσίου, μεγάλος ναός ταυτίζεται με τα ερείπια της παλαιοχριστιανικής Βασιλικής στη Γλυκή, στη δυτική όχθη του Αχέροντα. Οι καταστρεπτικές επιδρομές των διαφόρων γερμανικών και σλαβικών φύλων, από τον 4ο μ.Χ. αι. και εξής, είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή ολόκληρων πόλεων, την εκδίωξη πληθυσμών, την ανάγκη για τειχισμό των νέων πόλεων, όπως λ.χ. αναφέρει ο ιστορικός Προκόπιος για την εποχή του lουστινιανού για τη Φωτική στο "Περί Κτισμάτων" έργο του, ή τη μετακίνησή τους σε περισσότερο φυσικά οχυρές θέσεις (Εύροια). Η Θεσπρωτία, καθ' όλη τη βυζαντινή περίοδο, αποτελούσε τμήμα της διοικητικής μονάδας ("θέμα") της Παλαιάς Ηπείρου. Λόγω της θέσης της, στο δυτικό άκρο της αυτοκρατορίας, υπήρξε προπύργιό της για τους κάθε λογής επιδρομείς, όπως συνέβη τον 11ο αι. με τους Νορμανδούς, οι οποίοι αποβιβάστηκαν στις ακτές της, ξεκινώντας από εδώ τις ληστρικές επιδρομές τους στις κτήσεις της αυτοκρατορίας. Το 1294, ο Δεσπότης της Ηπείρου Νικηφόρος έδωσε τμήμα της Θεσπρωτίας ως προίκα στη θυγατέρα του Θάμαρ για το γάμο της με τον πρίγκιπα Φίλιππο του Τάραντα. Εκατό χρόνια αργότερα, οι Βενετοί, κυρίαρχοι της Αδριατικής και του lουνίου, κατέλαβαν τα παράλια της Θεσπρωτίας, δημιουργώντας βάσεις στη Σαγιάδα, το Φανάρι και την Πάργα. Την ίδια περίοδο, την υστεροβυζαντινή, όπως ονομάζονται οι τελευταίοι αιώνες πριν από την υποδούλωση στους Τούρκους, χρονολογείται η ίδρυση των οικισμών της Οσδίνας ή Ουζντίνας (Πέντε εκκλησιές), Ηγουμενίτσας και Παραμυθιάς, που όχι μόνο επέζησαν και κατά την επόμενη, μεταβυζαντινή, περίοδο, αλλά φαίνεται πως γνώρισαν και ιδιαίτερη ακμή. Από την Παραμυθιά ξεκίνησε το 1611 το κίνημά του ο μητροπολίτης Λαρίσης- Τρίκκης Διονύσιος ο Φιλόσοφος ("Σκυλόσοφος") και επικεφαλής άοπλου πλήθους κατέλαβε τα lωάννινα, καταλύοντας για λίγο την τουρκική κυριαρχία, η οποία, μετά την οριστική αποτυχία του κινήματος, έγινε πολύ πιο αυταρχική προς τους υπόδουλους. Σημαντική θέση στις θυσίες για την απελευθέρωση του υπόδουλου γένους καταλαμβάνουν οι αγώνες των Σουλιωτών κατά του φιλόδοξου Αλή, πασά των lωαννίνων, που έληξαν το 1803 με το διωγμό των Σουλιωτών από το Σούλι. Σουλιώτες οπλαρχηγοί και πολεμιστές έλαβαν μέρος στην επανάσταση του 1821. Η Θεσπρωτία παρέμεινε υπό τουρκικό ζυγό μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Οι Θεσπρωτοί συνέχισαν τους αγώνες τους -1854, 1878 και 1897- για την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, απελευθέρωση που πραγματοποιήθηκε, τελικά, από τον ελληνικό στρατό στις 23 Φεβρουαρίου 1913, κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου