Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2009
Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2009
«Τσαμουριά» ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
«Τσαμουριά» κατά την περίοδο της τρομοκρατίας ονομαζόταν η περιοχή της Ηπείρου που περιελάμβανε τις επαρχίες Παραμυθιά, Φιλιατών, Πάργας και Μαργαριτίου (με την περιφέρεια του ποταμού Θυάμιδος δηλαδή Καλαμά), καθώς και μερικά χωριά των περιοχών της Β. Ηπείρου, Δελβίνου και Αγ. Σαράντα. Γεωγραφικά ο χώρος αυτός συμπίπτει με την κατά την αρχαιότητα χώρα της Ηπείρου Θεσπρωτία κατοικημένη από το ελληνικό φύλλο των Θεσπρωτών. Συναφές με την «Τσαμουριά» είναι και το όνομα «Τσάμης» - «Τσάμηδες» που προέρχεται κατά την επικρατήσασα άποψη από την παραφθορά του αρχαίου ονόματος του ποταμού Καλαμά (Θύαμις - Τσίαμις - Τσάμης). Οι Τσάμηδες λοιπόν, δεν ήταν ούτε Τουρκικής καταγωγής, ούτε Αλβανικής, αλλά προέκυψαν από το γηγενές στοιχείο της Τσαμουριάς, εξαιτίας του εξισλαμισμού που έλαβε χώρα στην Ήπειρο και στη Θεσπρωτία (Χριστιανοί από τον 6ο αιώνα), ο οποίος άρχισε μετά τον θάνατο του Σκερντέμπεη και ιδιαίτερα τον 17ο μ.Χ. αιώνα. Ειδικότερα :
Οι μεγάλοι Αλβανοί κτηματίες και οι Σπαχήδες (έφιπποι, μισθοφόροι) που είχαν εγκατασταθεί στη Θεσπρωτία από το 1700 εξαναγκάζονται να εξισλαμισθούν, για να διατηρήσουν τα τιμάριά τους, αξιοθέντες του τίτλου «μπέηδες» κληρονομικά.
Τούτους από ψυχολογικό εξαναγκασμό μιμήθηκαν και οι φτωχοί κολίγοι. Οι Τσάμηδες μουσουλμάνοι της Θεσπρωτίας ήταν απόγονοι των ανωτέρω εξωμοτών.
Κατ΄αρχήν οι εξισλαμισθέντες αυτοί Χριστιανοί διατήρησαν την Ελληνική γλώσσα και συμπαθούσαν τους Χριστιανούς κατοίκους, με τους οποίους συνδέονταν και με δεσμά συγγενείας. Με την πάροδο του χρόνου οι σχέσεις τους με τους Αλβανούς μπέηδες (γαιοκτήμονες) τους ανάγκασαν να μάθουν και την Αλβανική γλώσσα δημιουργώντας ταυτόχρονα μια παράδοξη νοοτροπία πονηριάς, συκοφαντικής διάθεσης και μοχθηρίας.
Έτσι σιγά-σιγά απέβαλαν κάθε τι το Ελληνικό και η ονομασία «Τσάμης» κατάντησε συνώνυμη του πονηρού, του ανειλικρινούς, του άπιστου. Άρχισαν να υποβλέπουν το χριστιανικό στοιχείο, να μάχονται τούτο και να ζητούν την εξόντωσή του.
Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε η μικρή μουσουλμανική μειονότητα της Τσαμουριάς στη Θεσπρωτία, με καθαρά τουρκική φυλετική συνείδηση.
Ο αριθμός των Τουρκοτσάμηδων του νομού Θεσπρωτίας, σε σύνολο 61.300 κατοίκων, μόλις ανήρχετο στους 16.600, το 1940, δηλαδή το 27%. (Η Κοινωνία των Εθνών τους υπολόγιζε σε 20.000).
Οι Τουρκοτσάμηδες αυτοί με τη Συνθήκη των Αθηνών (1913) προστατεύονται σαν (θρησκευτική) μουσουλμανική μειονότητα, ενώ κατέστησαν Έλληνες υπήκοοι, αφού τον Φεβρουάριο του 1913 ελευθερώθηκε η Ήπειρος από τον Οθωμανικό ζυγό. Μέχρι τότε ήταν Τούρκοι υπήκοοι, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Είχαν δικά τους σχολεία για την εκμάθηση της γλώσσας τους και τεμένη, στα οποία δίδασκαν οι Χοτζάδες, που επληρώνοντο από το Ελληνικό Δημόσιο.
Κατά τους Βαλκανικούς πολέμους 1912-1913 η προπαγάνδα της Αυστρίας στρατολόγησε πολλούς πράκτορες μεταξύ των Τσάμηδων, τους οποίους εκίνησε κατά του Ελληνισμού.
Μόνο το 1924 οι Τσάμηδες άρχισαν να προσαρμόζουν τη συνείδησή τους προς την Αλβανία, οπότε για πρώτη φορά ανακινήθηκε ζήτημα Αλβανικής μειονότητας.
Επί δικτατορίας Θ. Παγκάλου αναγνωρίστηκαν (Αύγουστος 1926) με Ελληνική πρωτοβουλία και προς εκδήλωση φιλικών αισθημάτων προς την Αλβανία οι Τσάμηδες σαν «Αλβανική» μειονότητα, για να αποφύγουν την ανταλλαγή, ενώ σύμφωνα με την Ελληνοτουρκική Σύμβαση ανταλλαγής της 30-1-1923, η Ελλάδα θα απαλλάσσονταν της παρουσίας αυτών, παρά το γεγονός ότι πολλοί από τους μουσουλμάνους της Τσαμουριάς ήταν υπέρ της ανταλλαγής και επιθυμούσαν να αναχωρήσουν για την Τουρκία (περί τους 5.000 τους οποίους είχε δεχθεί η Τουρκία).
Οι Ιταλοί εξ άλλου, από το 1923, γνωρίζοντες το ιδιαίτερο ενδιαφέρον των Αλβανών για τη Θεσπρωτία, καθώς και τον πόθο τους να επεκταθούν προς αυτήν δεν άφηναν ευκαιρία ανεκμετάλλευτη από το να μην υποδαυλίζουν αυτούς και να τους κρατούν σε ψυχικό αναβρασμό, να τους φανατίζουν και να τους τροφοδοτούν με συνθήματα για την πραγματοποίηση των ονείρων τους.
Έκνομες Δραστηριότητες
Τσάμης ήταν ο ληστής Νταούτ Χότζα, τον οποίον ο Μουσολίνι χρησιμοποίησε ως έναυσμα για την κήρυξη πολέμου κατά της Ελλάδας τον Οκτώβριο του 1940, τάγματα δε Τσάμηδων σχηματίστηκαν και συμπολέμησαν με τους Ιταλούς στην αρχή, με Ιταλικές στολές και τους Γερμανούς αργότερα. Και στις δύο περιπτώσεις επικεφαλής των προπομπών ήταν πάντοτε Τσάμηδες. Τα τάγματα αυτά επιδόθηκαν με ανήκουστη θηριωδία στο «πλιάτσικο» των οικιών και καταστημάτων των Ελλήνων Χριστιανών. Σα να μην αρκούσαν όλα αυτά, υποχρέωσαν τους Έλληνες να φορούν το γνωστό Αλβανικό άσπρο σκούφο και διέπραξαν γενικά ανήκουστα εγκλήματα κατά των άτυχων Θεσπρωτών, τους οποίους βασάνιζαν και σκότωναν.
Τον Ιούλιο του 1941 η Ιταλική Κυβέρνηση διόριζε με Διάταγμα τον αρχηγό της εγκληματικής μαφίας από την Παραμυθιά Τζεμίλ Ντίνο, σαν Ύπατο Αρμοστή Θεσπρωτίας, ο οποίος μάλιστα δεν εμφανίστηκε για να αναλάβει τα καθήκοντά του.
Για να τρομοκρατήσουν ακόμη περισσότερο το Ελληνικό στοιχείο, και να επιδείξουν στην Ελληνική Κυβέρνηση τη θέλησή τους οι Τσάμηδες, ότι επιθυμούν την απόσπαση του Νομού Θεσπρωτίας από τον ελληνικό κορμό, δολοφονούν μπρος στο Νομαρχιακό κατάστημα τον αναπληρωτή Νομάρχη Γ. Βασιλάκο. Η δολοφονία αυτή υπήρξε το σύνθημα των ομαδικών εκτελέσεων σ΄ολόκληρο το Νομό, με κορύφωση την εκτέλεση των 49 προκρίτων της Παραμυθιάς (29-9-1943).
Διευθύνων νους για την συστηματοποίηση του έργου της εξολοθρεύσεως του ελληνικού στοιχείου ήταν η διαβόητη τρομοκρατική οργάνωση K-S-I-L-I-A δηλαδή το «Αλβανικό Σύστημα Πολιτικής Διοικήσεως» που συγκροτήθηκε προς τούτο τον Ιούλιο του 1942. Πλέον εναργής για το θέμα είναι η σχετική έκθεση ειδικής προς τούτο συσταθείσης και αμερόληπτης επιτροπής.
Η ονομασία Βόρειος Hπειρος
Μέχρι τότε και πριν χιλιάδες χρόνια, η Ήπειρος ήταν ενιαία, μία και αδιαίρετη, που άρχιζε από τον Αμβρακικό Κόλπο (Πρέβεζα) και τελείωνε στον Γενούσο (Σκούμπι) ποταμό, παράλληλα της Εγνατίας οδού, με πρωτεύουσα την Νικόπολη, αρχαία πόλη κοντά στην σημερινή Πρέβεζα. Πέρα από το Γενούσο ήταν κυρίως τα Ιλλυρικά φύλα, χωρίς να λείπει και στην περιοχή αυτή ο Ελληνισμός, με Ελληνικές πόλεις, κυρίως στα παράλια της Αδριατικής και με πρωτεύουσα την Επίδαμνο, δηλαδή το σημερινό Δυρράχιο.
Στην ενιαία Ήπειρο γεννήθηκε ο Ελληνικός πολιτισμός και σ΄ αυτήν ανδρώθηκε η Ελλάς. Αυτής της ενιαίας και αδιαιρέτου Ηπείρου αποτελούσε, ανέκαθεν, αναπόσπαστο τμήμα η καλουμένη, σήμερα, Βόρειος Ήπειρος.
Όπως, λοιπόν, σ΄ όλη την Ήπειρο, έτσι και στην περιοχή αυτή της Βορείου Ηπείρου, από αρχαιοτάτων χρόνων και πολύ προ Χριστού, υπήρχε ακραιφνής Ελληνισμός. Πόλεις αρχαίες και ονομαστές άκμαζαν εκεί και οι εκδηλώσεις των κατοίκων, θρησκευτικές, οικογενειακές, εθνικές κ.λ.π., δεν διέφεραν καθόλου από τις εκδηλώσεις των υπολοίπων Ελλήνων. Το αποδεικνύουν, άλλωστε, τα πολυάριθμα αρχαία μνημεία, και το επιβεβαιώνουν με θαυμασμό πολλοί ξένοι και σπουδαίοι επιστήμονες, αρχαιολόγοι, θρησκειολόγοι, γλωσσολόγοι, ιστορικοί, καθώς και αρχαίοι ιστορικοί, γεωγράφοι και φιλόσοφοι (Προκόπιος 6ος π.Χ., Σκύλαξ 6ος π.Χ., Εκαταίος 6ος π.Χ., Θουκυδίδης 5ος π.Χ., Αριστοτέλης 4ος π.Χ., Διονύσιος περιηγητής 1ος π.Χ., Στράβων 1ος π.Χ. αιώνας).
Αναφορά στη Βόρειο Ήπειρο σημαίνει συνεπώς λόγος για έναν αρχέγονα, ελληνοκατοικημένο χώρο της άλλοτε ενιαίας Ηπείρου, ο οποίος, ναι μεν ελευθερώθηκε επανειλημμένα από ξένους ζυγούς, «δωρήθηκε» όμως από τις Μεγάλες Δυνάμεις στο ιδρυθέν από αυτές αλβανικό κράτος το 1913. Οι Βορειοηπειρώτες αντέδρασαν στην ενσωμάτωσή τους στο αλβανικό κράτος με νικηφόρο κατά των Αλβανών πόλεμο. Κέρδισαν την Αυτονομία τους με το συνυπογραφέν από την αλβανική κυβέρνηση Πρωτόκολλο της Κερκύρας το 1914. Δυστυχώς όμως αυτό το δικαίωμα μετά τη λήξη του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου και ιδιαίτερα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή καταπατήθηκε και έκτοτε δεν εφαρμόζεται.
Μετά τη λήξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, η ελληνική κυβέρνηση έθεσε επίσημα το ζήτημα της Ένωσης της Βορείου Ηπείρου με την Ελλάδα στη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων. Το θέμα παραπέμφθηκε στους Υπουργούς Εξωτερικών των τεσσάρων νικητριών Μεγάλων Δυνάμεων και καταγράφηκε (στις 03.08.1946) στην προς συζήτηση ημερήσια διάταξη. Σύμφωνα με τη σύσκεψη του Συμβουλίου των τεσσάρων υπουργών στη Νέα Υόρκη (από 04.11.46 έως 12.12.46) η απόφαση για το Βορειοηπειρωτικό παρέμεινε εκκρεμής για να εξετασθεί μετά τη λύση του Αυστριακού και του Γερμανικού ζητήματος. Το Αυστριακό λύθηκε το 1955 και το Γερμανικό το 1990. Απομένει στο ελληνικό κράτος να επανέλθει.
ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟ ΠΟΛΥΦΩΝΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Η καταγωγή αυτής της πολυφωνικής φόρμας, παρόλο που η έρευνα δεν έχει καταλήξει ακόμη σε βέβαια συμπεράσματα, πιθανά να ανάγεται σε πολύ παλιές (ίσως ακόμη και προελληνικές) εποχές. Οι μελωδίες των πολυφωνικών τραγουδιών, μαζί με ορισμένα ακόμη της Ηπείρου και της Θεσσαλίας) είναι οι μοναδικές στον ελλαδικό χώρο που έχουν διατηρήσει την ανημίτονη πεντατονική κλίμακα (κλίμακα που αποτελείται από πέντε νότες χωρίς ημιτόνια). Η κλίμακα αυτή, σύμφωνα με κάποιους μουσικολόγους, ταυτίζεται με το δώριο τρόπο των αρχαίων Ελλήνων, την κατεξοχήν «ελληνική αρμονία». Δίπλα στην κλίμακά του, στοιχεία που συνηγορούν στην παλαιότατη καταγωγή του είδους αποτελούν ο φωνητικός, ομαδικός, ρητορικός και τροπικός του χαρακτήρας.
Στις μέρες μας το ηπειρώτικο πολυφωνικό τραγούδι το συναντάμε στα βορειοδυτικά του Νομού Ιωαννίνων (χωριά του Πωγωνίου, Παρακάλαμος, χωριά βόρεια της Κόνιτσας), σε ελάχιστα χωριά στα βορειοανατολικά της Θεσπρωτίας (Τσαμαντάς, Λιάς, Βαβούρι, Πόβλα) και, κυρίως, στη Βόρειο Ήπειρο, στα χωριά της ελληνικής μειονότητας στα νότια της Αλβανίας (Δερόπολη, Άνω Πωγώνι, Βουθρωτό, Χειμάρα).
Του απαντά ο δεύτερος που «γυρίζει» ή τσακίζει» το τραγούδι, για αυτό λέγεται και γυριστής.
Μερικές φορές, στη θέση του γυριστή, ή σύμφωνα με κάποιους μουσικολόγους, παράλληλα με αυτόν, συναντάμε το ρόλο του κλώστη, ο οποίος κάνει ιδιόμορφους λαρυγγισμούς, «κλώθωντας» το τραγούδι ανάμεσα στην τονική και την υποτονική της μελωδίας, τεχνική που θυμίζει την κίνηση του χεριού που κρατά το αδράχτι και κλώθει το νήμα.
Ρόλος που απαντά συχνά αλλά όχι πάντα, είναι ο ρόλος του ρίχτη, ο οποίος «ρίχνει» το τραγούδι στο τέλος του προλογίσματος του παρτή, τραγουδώντας ένα επιφώνημα ( π.χ. «αχ ωχ ωχ», «άντε βρε») μια τετάρτη κάτω από την τονική της μελωδίας, ξεκουράζοντας τον παρτή και ενώνοντας το προλόγισμά του με την είσοδο των ισοκρατών.
Τα υπόλοιπα μέλη της πολυφωνικής ομάδας, οι ισοκράτες, κρατούν το «ίσο», δηλαδή το φθόγγο της τονικής της μελωδίας, δημιουργώντας την τροπική βάση του τραγουδιού. Ο ρόλος των ισοκρατών είναι ιδιαίτερα σημαντικός και όσο δυνατότερο είναι το ισοκράτημα τόσο πιο «βρονταριά πάει το τραγούδι».
Η αρτιότητα της ερμηνείας του πολυφωνικού τραγουδιού προϋποθέτει την ύπαρξη αλλά και το σμίξιμο των διαφορετικών φωνών – ρόλων της πολυφωνικής ομάδας. Έτσι, το πολυφωνικό τραγούδι προϋποθέτει τη συλλογικότητα της έκφρασης αλλά και την αυστηρή διακριτότητα των ρόλων που απηχεί και την άγραφη ιεραρχία στη σύνθεση της ομάδας και στην κατανομή των ρόλων.
Στη γη των Θεσπρωτών
Ιχνηλάτες του χώρου, του χρόνου, της μνήμης, της ζωής στο διάβα των χρόνων στη θεσπρωτική γη έγιναν η Ελένη Πιτούλη και ο Μιχάλης Πασιάκος.
Συνεπικουρούμενοι από τη Νομαρχία, έβαλαν το μεράκι τους και παρήγαγαν το λεύκωμα «Θεσπρωτία» με σπάνιες φωτογραφίες που καταγράφουν την καθημερινή ζωή στα ορεινά χωριά και στα παράλια.
Εθιμα, γιορτινές μέρες, αλλά και στιγμές λύπης που ο φωτογραφικός φακός κράτησε «ζωντανές».
«Η θεσπρωτική γη είναι γεμάτη από τοποθεσίες που έχουν συνδεθεί με τους θρήνους και το σπαραγμό του αποχωρισμού.
Ξεπροβάδισμα για την τελευταία καλιαντάμωση και το ζωντανοχωρισμό, στον Ξεροπόταμο του Λια, στην Κουρνοράχη της Γλούστας, στη Ράχη στο Φοινίκι...», γράφει η επιμελήτρια του τόμου.
Και είναι κάτι που βλέπει κανείς σε πολλές φωτογραφίες του λευκώματος. Οπως βλέπει στιγμές από την απελευθέρωση, την κατεστραμμένη μετά τον πόλεμο πρωτεύουσα του νομού, Ηγουμενίτσα.
Αυτό που μένει δεν είναι τίποτα άλλο από την προσπάθεια των ανθρώπων να εστιάσουν στην ανάδειξη ενός ατόφιου πολιτισμού.
Να προβάλουν, όπως οι ίδιοι λένε, έναν άλλο τρόπο ζωής που όλο και ξεθωριάζει. Που είναι εναρμονισμένος στο φυσικό περιβάλλον, που μπορεί να εμπνεύσει νέα πρότυπα ζωής.
Η Ήπειρος στην Αρχαιότητα Θεσπρωτοί
Οι Θεσπρωτοί ήταν αρχαίο ελληνικό φύλλο εγκατεστημένο στην περιοχή της Ηπείρου, ήταν ένα από τα κύρια ελληνικά φύλλα της περιοχής μαζί με τους Μολοσσούς και τους Χάονες. Ο Όμηρος αναφέρεται συχνά στην Θεσπρωτία (την γη δηλαδή των Θεσπρωτών) , οι οποία είχε φιλικές σχέσεις με την Ιθάκη και το Δουλίχι. Στα βορειοδυτικά των Θεσπρωτών γειτνίαζαν με τους Χάονες και στα ανατολικά με τους Μολοσσούς. Οι Ιλλυριοί βρίσκονταν στα βόρεια σύνορα τους. Οι Θεσπρωτοί ανήκαν στο Κοινό των Ηπειρωτών, μέχρι την στιγμή που υποτάχθηκαν από τους Ρωμαίους μαζί με την υπόλοιπη Ήπειρο
[Επεξεργασία] Μυθολογία
Σύμφωνα με την Τηλεγονεία (που ανήκει στον Τρωικό Επικό Κύκλο), ο Οδυσσέας επισκέφτηκε την Θεσπρωτία και παρέμεινε για λίγα χρόνια εκεί. Παντρεύτηκε την βασίλισσα της Θεσπρωτίας Καλλιδίκη, και έκαναν έναν γιο, τον Πολυποίτη. Ο Οδυσσέας ηγήθηκε των Θεσπρωτών ενάντια των Βρυγών, αλλά έχασε την μάχη καθώς ο Άρης ο θεός του πολέμου, ήταν με το μέρος των Βρυγών. Η Αθηνά επενέβη υπέρ του Οδυσσέα, προκαλώντας τον Άρη σε μια ακόμη σύγκρουση, τους οποίους σταμάτησε ο Απόλλωνας. Όταν η Καλλιδίκη πέθανε, ο Οδυσσέας επέστρεψε στην Ιθάκη, αφήνοντας τον γιο του Πολυποίτη να βασιλεύσει στην Θεσπρωτία.
Μουργκάνα
Η Θεσπρωτία σήμερα
Στα παράλια και στη χαμηλή ζώνη του εσωτερικού το κλίμα είναι μεσογειακό, με ήπιους χειμώνες και θερμά καλοκαίρια, ενώ στην ημιορεινή και ορεινή ενδοχώρα το κλίμα γίνεται ηπειρωτικό. Η Θεσπρωτία ανήκει στη ζώνη της μεσογειακής χλωρίδας, με εξαίρεση τα υψηλότερα βουνά, όπου επικρατεί βλάστηση της Κεντρικής Ευρώπης.
Η οικονομία της περιοχής βασίζεται, κατά κύριο λόγο, στην αγροτική παραγωγή. Στις πεδινές εκτάσεις στις εκβολές του Καλαμά και του Αχέροντα καλλιεργούνται εσπεριδοειδή, καλαμπόκι, τριφύλλι, ρύζι και ακτινίδια. Από τα πλούσια σε. νερά ποτάμια της Θεσπρωτίας, Καλαμά και Αχέροντα, αρδεύεται το σύνολο σχεδόν των παραποτάμιων πεδινών εκτάσεων. Στα παράλια και στις χαμηλές κοιλάδες της ενδοχώρας ευδοκιμεί η ελιά.
Στα παραποτάμια λιβάδια και στα ορεινά βοσκοτόπια αναπτύσσεται η κτηνοτροφία των αιγοπροβάτων και των βοοειδών, γνωστών ήδη από την αρχαία φιλολογική παράδοση. Υπάρχουν επίσης αξιόλογες βιοτεχνίες και ελάχιστες μικρού μεγέθους βιομηχανίες, ενώ μεγάλη ανάπτυξη παρουσιάζουν τα τελευταία χρόνια ο τουρισμός, το εμπόριο και οι μεταφορές απασχολώντας το 1/3 του ενεργού πληθυσμού του νομού.
Η Ηγουμενίτσα αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική θαλάσσια πύλη εισόδου στην ελληνική επικράτεια. Η προνομιακή αυτή θέση της θα αναβαθμιστεί με την ολοκλήρωση της επέκτασης του λιμανιού της και τη λειτουργία της Εγνατίας Οδού, αναδεικνύοντας την πρωτεύουσα της Θεσπρωτίας σε ένα από τα κυριότερα διαμετακομιστικά κέντρα της ενιαίας Ευρώπης.
Χάρτης Νομού
Ιστορία της Θεσπρωτίας
Αρχαία-Ρωμαϊκή Ιστορία
Η εμφάνιση του ανθρώπου στην Θεσπρωτία ανάγεται στην Παλαιολιθική Περίοδο. Οι πρόσφατες έρευνες στο Ελευθεροχώρι επιβεβαιώνουν την άποψη για αξιόλογη παρουσία του προϊστορικού ανθρώπου στο θεσπρωτικό χώρο κατά τη Μέση (±250.000 - 35.000 Π.Χ.) και Νεώτερη (±35.000 - 9.000 Π.Χ.) Παλαιολιθική Περίοδο. Κατά Νεολιθική Περίοδο (± 9.000-2.800 Π.Χ.) ανθρώπινη εγκατάσταση έχει διαπιστωθεί στις σπηλιές της Ψάκας και της Σίδερης, καθώς και σε διάφορες περιοχές της κοιλάδας του Κωκυτού.
Αρχαιολογικά επιβεβαιωμένη είναι η αραιή μεν αλλά συνεχής παρουσία προελληνικών φύλων την πρώιμη εποχή του Χαλκού (3η π.χ. χιλιετία). Το 2.000 Π.Χ. περίπου τοποθετείται η ειρηνική εγκατάσταση των πρώτων ελληνόφωνων φύλων, των Ελλήνων Θεσπρωτών, στη Θεσπρωτία και εν γένει σε ολόκληρη την Ήπειρο. Κατά τη διάρκεια του 14ου & 13ου π.χ. αι. Μυκηναΐοι άποικοι από τη Δυτική Πελοπόννησο φτάνουν μέχρι τους νοτιότερους όρμους της Θεσπρωτίας, ιδρύοντας οχυρωμένες εγκαταστάσεις: την Εφύρα στις εκβολές του Αχέροντα και την προϊστορική Τορύνη στον όρμο του Λύχνου.
Κατά τη διάρκεια της μετακίνησης των βορειοδυτικών ελληνικών φύλων, περισσότερο γνωστής ως "Κάθοδος των Δωριέων" (1.100 Π.χ.), εγχώρια θεσπρωτικά φύλα μετανάστευσαν προς τη Θεσσαλία και τη νότια Ελλάδα. Την ίδια περίοδο οι Μολοσσοί εγκαθίστανται ανατολικά της Δωδώνης, περιορίζοντας τους Θεσπρωτούς δυτικά της πεδιάδας των Ιωαννίνων. Οι ευλίμενες ακτές της Θεσπρωτίας και η πρόσφορη θέση της ως προς την Ιταλία μετά από τους Μυκηναΐους κίνησαν και το ενδιαφέρον των νοτίων Ελλήνων των ιστορικών χρόνων. Ο αποικισμός των Ηλείων τον 8ο και των Κορινθίων και Κερκυραίων τον 7ο και 6ο Π.Χ. αι., από τον Αμβρακικό μέχρι την Επίδαμνο, επέφερε την επανασύνδεση των σχέσεων της Ηπείρου με τη νότια Ελλάδα.
Στις αρχές του 4ου Π.Χ. αι οι Μολοσσοί προσάρτησαν τη Δωδώνη, την Κασσωπαία και γενικά την ανατολική Θεσπρωτία, περιορίζοντας την εδαφική επικράτεια των Θεσπρωτών, οι οποίοι, αν και επεκτάθηκαν στη Νότια Κεστρίνη, δεν ήταν σε θέση να συναγωνιστούν τους Μολοσσούς και υποχρεώθηκαν να προσχωρήσουν στο Κοινό των Μολοσσών ή στη Συμμαχία των Ηπειρωτών, που συστήνεται το 333/323 Π.Χ. από τους Μολοσσούς και τους Θεσπρωτούς.
Το β' μισό του 4ου αιώνα αποτελεί ένα σημαντικό σταθμό στην ιστορία της Θεσπρωτίας: οι μικρές ατείχιστες κώμες συνοικίζονται, τειχίζονται και συγκροτούν πόλεις με πλήρη οικιστική οργάνωση. Η ανάπτυξη αυτή των αστικών κέντρων, τη δημιουργία των οποίων επέβαλαν λόγοι οικονομικοί, διοικητικοί ή αμυντικοί, θεωρείται μία από τις σημαντικότερες διαδικασίες της Θεσπρωτίας και της Ηπείρου γενικότερα μεταξύ του 4ου π.Χ. αι. και της ρωμαϊκής κατάκτησης.
Την ήττα του Περσέα, του τελευταίου Μακεδόνα βασιλιά, ακολούθησε, βάσει των εντολών της Συγκλήτου (Livius, Πολύβιος), η πυρπόληση και καταστροφή εβδομήντα πόλεων της Ηπείρου από το ρωμαϊκό στρατό. Η Θεσπρωτία ήταν από τις περιοχές που επλήγησαν σκληρά. Την καταστροφή του 167 π.Χ. ολοκλήρωσε το 88/87 π.Χ. μία, εξίσου μεγάλη, από τους Θράκες μισθοφόρους του Μιθριδάτη ΣΤ Ευπάτορος. Οι δύο αυτές καταστροφές εξηγούν τη ζοφερή εικόνα που περιγράφει ο γεωγράφος Στράβων για την ύπαιθρο της Ηπείρου επί Εποχής Αυγούστου.
Ο ρωμαϊκός εποικισμός, που ακολούθησε τη ρωμαϊκή κατάκτηση, ευνόησε την ανάπτυξη των πόλεων ή τουλάχιστον μερικών. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Φωτικής, βόρεια της Παραμυθιάς, της οποίας η ίδρυση ανάγεται στον 1ο π.Χ. αι. Με την ίδρυση της Νικόπολης από τον Αύγουστο -σε ανάμνηση της νίκης του στο Άκτιο κατά των ενωμένων δυνάμεων του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας το 31 π.Χ.- ενισχύθηκε η εικόνα της ερήμωσης της υπαίθρου, καθώς μεταφέρθηκαν και από το θεσπρωτικό χώρο πληθυσμοί για το συνοικισμό της νέας πόλης. Στη Νικόπολη παρέμεινε ένα χειμώνα ο Απόστολος των Εθνών Παύλος. Από τον 1ο μ.Χ. αι. υπήρχε χριστιανική κοινότητα στη Νικόπολη, από όπου φαίνεται ότι διαδόθηκε ο Χριστιανισμός σε όλη τη ΒΔ Ελλάδα.
Η ρωμαϊκή παρουσία ήταν αισθητή κυρίως στα παράλια. Η "Ρωμαϊκή ειρήνη" έγινε αισθητή στη Θεσπρωτία από τον 1ο μ.Χ. αι. μέχρι την περίοδο της μεγάλης κρίσης των μέσων του 3ου. Η έπαυλη του Λαδοχωρίου, με τις ανάγλυφες μαρμάρινες ρωμαϊκές σαρκοφάγους, και τα ιδιαίτερα σημαντικά ευρήματα του 3ου μ.Χ. αι. από το νεκροταφείο στο οικόπεδο του Μουσείου ήρθαν να αποδείξουν ότι ο κόλπος της Ηγουμενίτσας, ο "έρημος λιμήν" του Θουκυδίδη, έπαιξε έναν Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο κατά την περίοδο της ύστερης αρχαιότητας. Ο εκτεταμένος οικισμός των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων που αποκαλύπτεται στην περιοχή του Λαδοχωρίου, επέζησε και κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο και αποτελεί το μακρινό πρόγονο της σημερινής πρωτεύουσας του Νομού. Σε αντίθεση με τη σχετικά πλούσια φιλολογική παράδοση στην αρχαιότητα, οι ιστορικές μαρτυρίες για τη Θεσπρωτία κατά τους βυζαντινούς χρόνους είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο (4ος-6ος μ.Χ. αι.) δίπλα στους γνωστούς από την προηγούμενη περίοδο οικισμούς -Φωτική, οικισμός Λαδοχωρίου- αναφέρεται και η (Παλαιά) Εύροια. Ο οικοδομηθείς από τον επίσκοπό της Δονάτο, με χορηγία του Μ. Θεοδοσίου, μεγάλος ναός ταυτίζεται με τα ερείπια της παλαιοχριστιανικής Βασιλικής στη Γλυκή, στη δυτική όχθη του Αχέροντα. Οι καταστρεπτικές επιδρομές των διαφόρων γερμανικών και σλαβικών φύλων, από τον 4ο μ.Χ. αι. και εξής, είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή ολόκληρων πόλεων, την εκδίωξη πληθυσμών, την ανάγκη για τειχισμό των νέων πόλεων, όπως λ.χ. αναφέρει ο ιστορικός Προκόπιος για την εποχή του lουστινιανού για τη Φωτική στο "Περί Κτισμάτων" έργο του, ή τη μετακίνησή τους σε περισσότερο φυσικά οχυρές θέσεις (Εύροια). Η Θεσπρωτία, καθ' όλη τη βυζαντινή περίοδο, αποτελούσε τμήμα της διοικητικής μονάδας ("θέμα") της Παλαιάς Ηπείρου. Λόγω της θέσης της, στο δυτικό άκρο της αυτοκρατορίας, υπήρξε προπύργιό της για τους κάθε λογής επιδρομείς, όπως συνέβη τον 11ο αι. με τους Νορμανδούς, οι οποίοι αποβιβάστηκαν στις ακτές της, ξεκινώντας από εδώ τις ληστρικές επιδρομές τους στις κτήσεις της αυτοκρατορίας. Το 1294, ο Δεσπότης της Ηπείρου Νικηφόρος έδωσε τμήμα της Θεσπρωτίας ως προίκα στη θυγατέρα του Θάμαρ για το γάμο της με τον πρίγκιπα Φίλιππο του Τάραντα. Εκατό χρόνια αργότερα, οι Βενετοί, κυρίαρχοι της Αδριατικής και του lουνίου, κατέλαβαν τα παράλια της Θεσπρωτίας, δημιουργώντας βάσεις στη Σαγιάδα, το Φανάρι και την Πάργα. Την ίδια περίοδο, την υστεροβυζαντινή, όπως ονομάζονται οι τελευταίοι αιώνες πριν από την υποδούλωση στους Τούρκους, χρονολογείται η ίδρυση των οικισμών της Οσδίνας ή Ουζντίνας (Πέντε εκκλησιές), Ηγουμενίτσας και Παραμυθιάς, που όχι μόνο επέζησαν και κατά την επόμενη, μεταβυζαντινή, περίοδο, αλλά φαίνεται πως γνώρισαν και ιδιαίτερη ακμή. Από την Παραμυθιά ξεκίνησε το 1611 το κίνημά του ο μητροπολίτης Λαρίσης- Τρίκκης Διονύσιος ο Φιλόσοφος ("Σκυλόσοφος") και επικεφαλής άοπλου πλήθους κατέλαβε τα lωάννινα, καταλύοντας για λίγο την τουρκική κυριαρχία, η οποία, μετά την οριστική αποτυχία του κινήματος, έγινε πολύ πιο αυταρχική προς τους υπόδουλους. Σημαντική θέση στις θυσίες για την απελευθέρωση του υπόδουλου γένους καταλαμβάνουν οι αγώνες των Σουλιωτών κατά του φιλόδοξου Αλή, πασά των lωαννίνων, που έληξαν το 1803 με το διωγμό των Σουλιωτών από το Σούλι. Σουλιώτες οπλαρχηγοί και πολεμιστές έλαβαν μέρος στην επανάσταση του 1821. Η Θεσπρωτία παρέμεινε υπό τουρκικό ζυγό μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Οι Θεσπρωτοί συνέχισαν τους αγώνες τους -1854, 1878 και 1897- για την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, απελευθέρωση που πραγματοποιήθηκε, τελικά, από τον ελληνικό στρατό στις 23 Φεβρουαρίου 1913, κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων.
Δήμος Φιλιατών
Στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. ιδρύεται η αρχαία πόλη Γιτάνη, πρωτεύουσα του «Κοινού των Θεσπρωτών» σε φυσικά οχυρή θέση περιβαλλόμενη στο μεγαλύτερο μέρος της από τον ποταμό Καλαμά. Σώζονται πολυγωνικά τείχη και η ανασκαφική έρευνα δημόσια έχει αποκαλύψει μια στοά στο χώρο της αρχαίας αγοράς, δημόσια οικοδομήματα, μικρό ναό και τμήμα λίθινου θεάτρου της πόλης χωρητικότητας 5500 θέσεων. Η Ι.Μ. Γιρομερίου που ιδρύθηκε από τον Άγιο Νείλο τον Εριχιώτη στις αρχές του 14ου αι. και Ι.Μ. Καμίτσιανης (1613) αποτελούν τα σημαντικότερα εκκλησιαστικά μνημεία της περιοχής. Στους παραδοσιακούς οικισμούς (Πλαίσιο, Φοινίκι, Γιρομέρι, Φανερωμένη, Σίδερη, Τσαμαντάς) διατηρούνται μέχρι σήμερα πέτρινα σπίτια, λιθόστρωτοι δρόμοι, παλαιά γεφύρια, πόρτες, βρύσες. Όλα, θαυμάσια δείγματα της Μεταβυζαντινής αρχιτεκτονικής.
Πέτρινα σπίτια, λιθόστρωτοι δρόμοι, παλαιά γεφύρια, πόρτες, βρύσες.
Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2009
ΚΡΥΟΝΕΡΙ (ΛΙΜΠΟΒΟ)
Ο Σπυρίδων Μαρκατσέλης
Ο Σπυρίδων Μαρκατσέλης από το Λίμποβο μετανάστης στην Αμερική με 10 χιλιάδες λίρες
φόρτωσε το βαπόρι «ΑΘΗΝΑΙ» με πολεμοφόδια για τον πόλεμο του 1912 -13.
Αργότερα, το 1928 ο Σπύρος Μαρκατσέλης δώρισε σιδερένια γέφυρα στο χωριό του
το Λίμποβο.
Το χωριό χωρίζονταν από χείμαρρο το χειμώνα και όσα γεφύρια γίνονταν ξύλινα
συνήθως τα έπαιρνε το ποτάμι. Μέχρι που αποφάσισε την χρηματοδότηση
σιδερένιας γέφυρας
ο πατριδολάτρης χωριανός.
Η γέφυρα κατασκευάστηκε στην Χαλκίδα και ήρθε κομματιαστή στη Σαγιάδα με καράβι
και από κει με άλογα μεταφέρθηκε στο Λίμποβο. Την συνέδεσαν ο Βαγγέλη Μαρκατσέλης
και ο Σταύρος Βασιλείου. Το 1928 έκαναν τα εγκαίνια της σιδερένιας γέφυρας.
Στη φωτογραφία διακρίνονται από δεξιά:
Αναστάσης Ζαρμπαλάς, Σωτήρης Δήμου, Γιάννης Στεργίου- πρόεδρος του χωριού,
Γιάννης Μαρκατσέλης- ο πατέρας του δωρητή της γέφυρας, ο παπά Μιχάλης,
Ζήσης Κατσαμπούκας, Παπά Νικόλας, Ευάγγελος Γκογκορώσης- δάσκαλος, Ευάγγελος
Μαρκατσέλης-γιος του δωρητή, Σταύρος Βασιλείου, Ηλίας Στεργίου, Στάθαινα Κατσαμπούκα,
Τάση Μαρκατσέλαινα, Γιάννη Μέμμοβα και Τσουκαλού.
Πηγή : "ΤΑ ΝΕΑ ΤΩΝ ΦΙΛΙΑΤΩΝ"
ΣΟΥΛΙ 1803-2003…
Πριν διακόσια χρόνια το ολοκαύτωμα του καλόγερου Σαμουήλ στο ύγκι…
Ο Καλόγερος Σαμουήλ και το Κούγκι
Ο Καλόγερος Σαμουήλ και το Κούγκι
Ο ρασοφόρος πολέμαρχος Σαμουήλ ήταν εθνεγέρτης του Σουλίου. Τα φλογερά του λόγια, γεμάτα πίστη και πατριωτισμό προκαλούσαν ενθουσιασμό.» Τα παλικάρια του Σουλίου ακούγοντας της φωνής του, άνδρες και γυναίκες, εγίνοντο πολεμισταί…» γράφει ο Πουκεβίλ. Δραστήριος και σώφρων κατασκευάζει χαρακώματα, χτίζει πύργους, διευθύνει συχνά ο ίδιος δύο μικρά τηλεβόλα που αποτελούν το πυροβολικό των Σουλιωτών. Από καιρού εις καιρόν αφανίζεται. Πηγαίνει σε γειτονικούς τόπους για να εξασφαλίσει τρόφιμα στη Σουλιώτικη δημοκρατία με ανταλλαγή κομποσχοινιών και εικόνων… Σε καιρό πολέμου υψώνει και στερεώνει τα λάβαρο στο κωδονοστάσιο της Εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής στο Κούγκι «ο δε σταυρός κυματίζων εν τω αέρι αγγέλλει εις το Σούλι την επίσημων της μάχης ημέραν». Μετά την Συνθήκη αποχώρησης των Σουλιωτών, που υπογράφτηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 1803, ο Σαμουήλ αρνείται να συμφωνήσει και να συμβιβαστεί. Αρνείται να συνθηκολογήσει. Επί 48 ώρες αντιστέκεται στο «χείμαρρο των βαρβάρων». Περίμενε τους κατακτητές να μπουν στο» οπλοφυλακείον» του και έκοψε το νήμα της ζωής του, όπως γράφει ο Πουκεβίλ, βάζοντας φωτιά στην πυρίτιδα «ήτις μετ΄ αυτού ανετίναξε πολλούς των μωαμεθανών…». Αναφέρεται μάλιστα ότι λίγο πριν, όταν ένας από τους Τούρκους αξιωματούχους της επιτροπής παραλαβής του φρουρίου και του πολεμικού υλικού είχε μιλήσει με χαιρεκακία, για το πώς φαντάζεται ότι θα τον μεταχειριστεί ο Αλής καθώς πέφτει ήδη στα χέρια του, ο Σαμουήλ, κατά τον Π.Α. Σαλαπόντα, απαντά: -«Δεν είναι άξιος ο πασάς να πιάση Σουλιώτη που ξεύρει πολλά μονοπάτια του θανάτου»!
Σύνδεσμοι στο Ιντερνετ για περισσότερες πληροφορίες
http://www.yiannina.net/main12.asp?aa=843